- μαμαλίγκα
- η1. λαϊκό φαγητό τής Ρουμανίας και τής Βουλγαρίας που παρασκευάζεται από αραβοσιτάλευρο, νερό και χοιρινό λίπος2. συνεκδ. χυλός, λειωμένο φαγητό, λειώμα3. συνεκδ. τα πολύ μικρά ψάρια4. μτφ. μικρά παιδιά, παιδομάνι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ρουμ. mămăligă].
Dictionary of Greek. 2013.